- πρωτοβάθμιος
- -α, -ο, Ν1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» — η δημοτική εκπαίδευσηβ. «πρωτοβάθμια οργάνωση» — οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε ομοσπονδία, δηλ. δευτεροβάθμια οργάνωση)2. (νομ.) (για δικαστήρια, επιτροπές) αυτός από τον οποίο κρίνεται ή δικάζεται για πρώτη φορά μια υπόθεση με αυτονόητη τη δυνατότητα κρίσης της και από ανώτερο κλιμάκιο (α. «πρωτοβάθμιο δικαστήριο» — το πρωτοδικείοβ. «πρωτοβάθμια επιτροπή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + βαθμός (πρβλ. δευτερο-βάθμιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.