πρωτοβάθμιος

πρωτοβάθμιος
-α, -ο, Ν
1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» — η δημοτική εκπαίδευση
β. «πρωτοβάθμια οργάνωση» — οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε ομοσπονδία, δηλ. δευτεροβάθμια οργάνωση)
2. (νομ.) (για δικαστήρια, επιτροπές) αυτός από τον οποίο κρίνεται ή δικάζεται για πρώτη φορά μια υπόθεση με αυτονόητη τη δυνατότητα κρίσης της και από ανώτερο κλιμάκιο (α. «πρωτοβάθμιο δικαστήριο» — το πρωτοδικείο
β. «πρωτοβάθμια επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + βαθμός (πρβλ. δευτερο-βάθμιος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοβάθμιος — α, ο 1. ο πρώτος στο βαθμό ή στη σειρά: Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή. 2. βαθμός της βαθμολογικής κλίμακας των δημόσιων υπαλλήλων: Πρωτοβάθμιος καθηγητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτο- — και πρωτό , α συνθετικό πολλών λέξεων: Πρωτόπειρος, πρωτοβάθμιος, πρωτοβγάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”